Το παρόν έργο επικεντρώνεται στο ζήτημα της «εκτέλεσης» της απόφασης των γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων, τόσο ως προς την έννοια που αυτή προσλαμβάνει όσο και ως προς τη διαδικασία «εκτέλεσης» καθ’ εαυτή. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 700 ΚΠολΔ προβαίνει σε ευθεία παραπομπή στις διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η «εκτέλεση» όλων των μορφών προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν λαμβάνει χώρα μέσω της διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, δηλαδή μέσω της συμβολής των οργάνων κρατικού καταναγκασμού. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή μία εκ των προτέρων ενιαία υιοθέτηση της έννοιας της «εκτέλεσης» για όλες τις κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων που αναγνωρίζει ο ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να πρέπει να εξεταστεί η διαδικασία για κάθε ασφαλιστικό μέτρο χωριστά. Υπό το πρίσμα αυτό, η μελέτη προχωρά στην εξέταση της διαδικασίας εκτέλεσης των κατ’ ιδίαν ασφαλιστικών μέτρων και συγκεκριμένα της εγγυοδοσίας, της προσημειώσεως υποθήκης, της συντηρητικής κατασχέσεως, της μεσεγγυήσεως, της σφράγισης, αποσφράγισης, απογραφής και δημόσιας κατάθεσης, καθώς και της ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού. Στο δεύτερο Κεφάλαιο της μελέτης, εξετάζεται η προδικασία και η κύρια διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση και ρυθμίζει προσωρινά κατάσταση, με στόχο την ανάδειξη των κυριότερων διαφοροποιήσεων από τη διαδικασία της εκτέλεσης της απόφασης της κύριας δίκης. Προχωρώντας στο τρίτο και τελευταίο Κεφάλαιο της μελέτης, η ανάλυση εστιάζει στην άμυνα κατά της εκτέλεσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Στο επίκεντρο της αναλύσεως, τοποθετείται η ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ και οι προϋποθέσεις ασκήσεώς της, ενώ η μελέτη ολοκληρώνεται με το ζήτημα της αναστολής της εκτέλεσης.