Αναζητώντας την Ελένη
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-278-0
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Ενιαία τιμή έως 11/6/2027
€ 10.60 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 34 σελ.
Περιγραφή

Η σαρανταεννιάχρονη Παναγιώτα ζει μία φαινομενικά ήρεμη ζωή με τον άντρα της, Φώτη, πενήντα τριών χρόνων, σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Θεσσαλίας. Η ηρωίδα κρύβει μέσα της ένα μεγάλο μυστικό, μια τεράστια ενοχή από την εποχή του Εμφυλίου, που το τέλος του τη βρίσκει προσφύγισσα στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Μία αναπάντεχη πληροφορία κι ένα σημαδιακό όνειρο την καλούν να αναμετρηθεί με το παρελθόν και να αναζητήσει απαντήσεις.

Ένα μονόπρακτο βασισμένο στις προσωπικές μαρτυρίες των παππούδων της συγγραφέως από την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Στο κέντρο η γυναίκα και ο ρόλος της μάνας, με τα διλήμματα που της επιφυλάσσει η κάθε εποχή και υπό το πρίσμα της γυναικείας χειραφέτησης.

(Η Παναγιώτα στον χώρο δεξιά, σκυμμένη πάνω από το μπαούλο, ψάχνει. Μετά από κάμποση ώρα, κρατάει μία μικρή κασετίνα στα χέρια της.)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Να την! Εδώ σ’ έχω…

(Ανοίγει την κασετίνα και κρατάει μία φωτογραφία στα χέρια της. Την κοιτάζει με τρυφερότητα, τη φιλάει. Μπαίνει ο Φώτης.)

ΦΩΤΗΣ: Τι γίνετ’ εδώ; Θα φάμε τίποτα σήμερα;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Τι θες να γίνεται; Τίποτα… Βρήκα τη φωτογραφία.

ΦΩΤΗΣ: Ποια φωτογραφία;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Της Ελένης.

(Ο Φώτης δεν απαντά.)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Νόμ’ζα ότι την είχα χάσει, αλλά μετά θ’μήθ’κα. Τα είχα καταχωνιάσ’ όλα εδώια. Κι ήρθ’ η στιγμή και την έψαξα.

ΦΩΤΗΣ: Καλά… Και τι την ήθελες τώρα; Έχει υγρασία εδώ. Σ’ είπα να μην έρχεσαι, έχει μούχλα παντού.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Τη θέλω, να την κοιτάω.

ΦΩΤΗΣ: Καλά, άιντε σήκω τώρα, να βάν’ς κάνα πιάτο να φάμε.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Βάλε μόνος σ’. Θέλω να κάτσω λίγο.

ΦΩΤΗΣ: Εδώ στο σκοτάδ’ και στη μούχλα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Ναι, εδώ. Σε πειράζ’ κι αυτό;

ΦΩΤΗΣ: Δεν με πειράζ’, Πανάγιω, δεν με πειράζ’.

(Η Παναγιώτα αρχίζει να τακτοποιεί το μπαούλο, ο Φώτης την παρακολουθεί από το άνοιγμα της πόρτας.)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Κάτ’ παράξενα πράματα έγιναν σήμερα.

ΦΩΤΗΣ: Σαν τι παράξενα;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Πρώτα είδα τ’ όνειρο. Αναστατώθ’κα.

ΦΩΤΗΣ: Τι είδες;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Είδα την Ελένη μας… Ήρθε κι έκατσε δίπλα μ’. Εδώ έξω, στη βρύση. Έπλενα τα ρούχα κι ξαφνικά σαν να μι θάμπωσε ο ήλιος. Κι γυρνάω κι τι να δω. Το κοριτσάκι μ’. Καθόταν δίπλα μ’ πάνω στη βάνα. Όλο στα λευκά ντυμένο. Σαν άγγελος. Και χαμογέλαγε. Αλλά δεν μιλούσε ντιπ. Σαν τον ήλιο άστραφτε. Ελένη! λέω. Μαμά, λέει. Ήρθες; Ήρθα, μαμά. Και πήγα να την πάρω αγκαλιά, άπλωσα τα χέρια… κι εκεί σταμάτ’σε τ’ όνειρο. Κι μου ’ρθαν όλα μαύρα.

(Ο Φώτης απομακρύνεται από το άνοιγμα και προχωράει προς το μικρό κουζινάκι. Σηκώνει το καπάκι από την κατσαρόλα και ψάχνει για πιάτο να βάλει φαγητό. Κάθεται στο τραπέζι.)

ΦΩΤΗΣ: Έφαγες τίποτα σήμερα ή είσαι νηστικιά;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Δεν πεινάω. Άσε με. Ακούς τι σου λέω;

ΦΩΤΗΣ: Ακούω, κουφός δεν είμαι.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Επειδή δεν λες τίποτα.

ΦΩΤΗΣ: Τρώω, Πανάγιω, μ’ έχει κόψει η λόρδα. Από τς πέντε το πρωί είμι φευγάτος. Να πάω στα ζώα, να πάω στην οικοδομή, να φέρω νερό, ν’ αρμέξω τα ζώα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Καλά, καλά, φάε.

(Η Παναγιώτα πηγαίνει στο κουζινάκι. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλαπάκι κάτω από τον νεροχύτη, βγάζει ένα γυάλινο μπουκάλι. Πιάνει ένα σφηνοπότηρο και το γεμίζει, πίνει. Αυτό γίνεται δύο φορές όσο εκτυλίσσεται ο επόμενος διάλογος. Έχει πλάτη στον Φώτη, ο οποίος συνεχίζει να τρώει.)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Δεν με ρώτησες τι άλλο έγινε.

ΦΩΤΗΣ: Τι άλλο έγινε, Πανάγιω;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Είχα πάει στο μπακάλ’κο το πρωί να πάρω ζάχαρη. Κι εκεί που πληρώνω, ακούω τον Μήτσο που έπινε καφέ με τον Μιχάλ’, να συζητάν. Για κάτι που έλεγ’ η ’φημερίδα. Για κάτι παιδιά που βρέθ’καν.

ΦΩΤΗΣ: Στη ’φημερίδα;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: (Ζωηρά) Έλεγαν ό,τι έγραφε η ’φημερίδα. Κι λέει ο Μιχάλ’ς και πώς και το γράφουν τώρα αυτό; Ποιος είναι αυτός; Κι του λέει ο Μήτσος βρέθ’καν αρχεία, κι είχαν και πιστοποιητικά. Κι ένας ερευνητής, ντεντέκτι είπε νομίζω.

ΦΩΤΗΣ: Ντεντέκτιβ.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Αυτό, ναι. Αυτός είχε και δικό τ’ παιδί χαμένο… Και τ’ ανακάλυψε. Και του λέει ο Μιχάλ’ς μην τα πιστεύ’ς όλα όσα γράφουν. Ψέματα γράφονται πολλά. Αλλά ο Μήτσος επέμενε, του λέει αυτός είχε κι λεφτά κι γνωριμίες κι θέλ’ ψάξιμο γερό. Αυτός το βρήκε κι λέει το παιδί είναι φτυστό αυτός. Καλά, λέει ο Μιχάλ’ς μετά, καλά, με λεφτά κι γνωριμίες, όλα γίνονται… Το βρήκε, λες…. ε, άμα είναι φτυστό αυτός, τότε αυτό θα είναι. Βγήκα απ’ το μαγαζί κι ούτε που κατάλαβα πώς έφτασα εδώ κάτ’… Λες κι είχα φτερά στα πόδια μ’. Και μετά θυμήθ’κα τη φωτογραφία.

ΦΩΤΗΣ: Τι τα σκαλίζεις τώρα αυτά; Τι νόημα έχει;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Δεν τα σκαλίζω από μόνη μ’, αυτά έρχονται σε μένα, Φώτ’. Και μου μιλάν… Εγώ δεν τα σκαλίζω.


Add: 2025-12-11 10:28:37 - Upd: 2025-12-11 10:28:37