Αφιερωμένο στον Edgar Allan Poe
I
Στα ριζά δύο θεόρατων βουνών απλώνεται μία εύφορη κοιλάδα, γεμάτη ανθισμένες κερασιές, μυρωδάτες αχλαδιές, αγριομηλιές και ροδιές, μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι σου. Εκτείνεται σε μήκος πάνω από πέντε χιλιάδες μέτρα, ενώ το πλάτος της που είναι μικρότερο φθάνει τα χίλια. Ακριβώς στη μέση της κοιλάδας τη διασχίζει ένα ορμητικό ποτάμι, που πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού και χύνεται σε μία αγριεμένη θάλασσα. Στις όχθες του ποταμού είναι διάσπαρτες λεύκες, πλατάνια και ιτιές, που τα κλαδιά τους γέρνουν και ακουμπούν το αφρισμένο νερό. Μία απέραντη σιγαλιά επικρατεί παντού που τη διακόπτει, πού και πού, το κρώξιμο μιας καρακάξας.
Γεράκια, κοτσύφια, σπουργίτια, αηδόνια, λαγοί, σαύρες, φίδια, αλλά και άνθρωποι κατοικοεδρεύουν σε αυτόν τον τόπο. Σε βάθος τριακοσίων μέτρων από το ποτάμι, αχνοφαίνονται κάποιες ξύλινες καλύβες, φτιαγμένες από οξιά και ντυμένες με άγρια φτέρη, που τις κατοικούν εδώ και κάποιες δεκαετίες –χωρίς να ξέρει κανείς πώς βρέθηκαν εκεί– μια χούφτα άνθρωποι, λιγότεροι από διακόσιες ψυχές, από διαφορετικές φυλές, λευκοί και έγχρωμοι, συγκεντρωμένοι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Αυτό που πρέπει να πούμε εξαρχής είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν σε μία απόλυτη ελευθερία και αρμονία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ήσαν απέραντα αγνοί, μακριά από κάθε επίδραση και επιρροή του πολιτισμού. Γι’ αυτούς έννοιες όπως το χρήμα, ο χρόνος, η ιδιοκτησία, ο γάμος, η θρησκεία, η εξουσία ήταν άγνωστες, γιατί πολύ απλά δεν τις γνώριζαν. Στο μικρό αυτό χωριό, όλα ήταν κοινά για όλους. Η τροφή, η εργασία, η στέγη, ακόμα και ο έρωτας. Είχαν ελάχιστες επιθυμίες και το γεγονός αυτό τους καθιστούσε αυτάρκεις, κατέχοντας τα ελάχιστα, ή ακόμα και τίποτα. Ήταν φιλήσυχοι, δοτικοί και συνετοί, απαλλαγμένοι από κάθε είδους υστεροβουλία και ματαιοδοξία.
Λάτρευαν τη φύση. Απολάμβαναν τη βροχή, τον άνεμο, τον ήλιο, το χιόνι. Όταν έβρεχε, άνοιγαν διάπλατα τα χέρια τους, στύλωναν στο έδαφος τα πόδια τους, σήκωναν το κεφάλι τους προς τον ουρανό, καθώς οι σταγόνες της βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό τους. Βρίσκονταν σε μία κατάσταση μέθεξης. Αγαπούσαν τον άνεμο και τον υμνούσαν στα τραγούδια τους. Τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού, λιάζονταν με τις ώρες κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου, ράθυμοι και ανέμελοι. Τους άρεσε να κολυμπούν στο ποτάμι, σ’ ένα σημείο που τα νερά ήταν ρηχά και ήρεμα. Το νερό τούς αναζωογονούσε και τους εξάγνιζε. Πίστευαν ότι η φύση τούς προστάτευε από τις αρρώστιες και τον θάνατο. Κυκλοφορούσαν σχεδόν γυμνοί, χωρίς καμία ντροπή και συστολή, αφού το σώμα τους το θεωρούσαν ως μία φυσική προέκταση του εαυτού τους.
Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στο αιώνιο παρόν. Δεν είχαν ημερομηνίες, εβδομάδες, μήνες, χρονολογίες, επετείους, γενέθλια. Αυτό που υπήρχε γι’ αυτούς ήταν η ανατολή και η δύση του ήλιου. Σέβονταν με τον ίδιο τρόπο τόσο τα παιδιά, όσο και τους γέροντες, αφού ο χρόνος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο στη ζωή τους. Τον θάνατο τον αντιμετώπιζαν στωικά και περήφανα, ως ένα αναπόφευκτο φαινόμενο. Όλα αυτά τα χρόνια είχαν μόνο δύο θανάτους. Μία γυναίκα που πέθανε στη γέννα και έναν άντρα που πνίγηκε στο ποτάμι και δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του. Έλεγαν από τότε ότι η ψυχή του αναπαύεται στη μεγάλη θάλασσα.
Τη γέννηση ενός παιδιού τη γιόρταζαν με χορούς και τραγούδια για αρκετές μέρες. Δεν γνώριζαν τον θεσμό της οικογένειας, γι’ αυτό τα παιδιά τα ανάθρεφαν και τα μεγάλωναν όλοι μαζί και αυτά είχαν γονείς όλους τους κατοίκους του χωριού.
Δεν είχαν εκκλησίες, ούτε σχολεία. Δεν πίστευαν σε κανέναν θεό, ούτε είχαν δοξασίες και ιεροτελεστίες. Ο καταμερισμός της εργασίας ήταν ίσος για όλους. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, πατάτες, φασόλια, αρακά, σπανάκι, λάχανα, καρότα, κρεμμύδια και ό,τι άλλο ήθελες σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Έβοσκαν μοσχάρια και πρόβατα, ενώ είχαν και κότες από τα οποία έπαιρναν το γάλα, το μαλλί και τα αυγά τους, αφού ήταν φυτοφάγοι και δεν έτρωγαν καθόλου κρέας ή ψάρι, γι’ αυτό και δεν κυνηγούσαν, ούτε ψάρευαν ποτέ. Το φαγητό το μαγείρευαν σε τεράστια καζάνια –έξι γυναίκες είχαν αναλάβει αυτήν τη δουλειά– και έτρωγαν όλοι μαζί το απομεσήμερο. Το αγαπημένο τους φαΐ ήταν ένας πηχτός χυλός από τσουκνίδες, επειδή ήταν θρεπτικός, που το απολάμβαναν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Οι συνήθειές τους ήταν ανάλογα με τις διαθέσεις τους. Έτρωγαν όταν πεινούσαν, κοιμούνταν όταν νύσταζαν, πήγαιναν στη δουλειά όταν ήθελαν, έκαναν έρωτα όταν το επιθυμούσαν. Το παράδοξο σε αυτούς τους ανθρώπους ήταν ότι οι γυναίκες επέλεγαν τους άντρες που θα κοιμηθούν μαζί τους και αυτοί το αποδέχονταν με χαρά και ανυπομονησία. Οι γυναίκες αγαπούσαν και θαύμαζαν τους άντρες, αλλά και αυτοί τις σέβονταν και τις ποθούσαν. Η ερωτική ζωή αυτού του χωριού ήταν διαρκής και έντονη.
Τα απογεύματα τραγουδούσαν και υμνούσαν τη φύση και την αγάπη. Μιλούσαν μια γλώσσα με μόλις πεντακόσιες λέξεις. Την ονόμαζαν γλώσσα της αγάπης, όπου δεν υπήρχαν αρνητικές λέξεις και έννοιες, παρά μόνο θετικές. Λέξεις όπως μίσος, εγωισμός, αλαζονεία, πόλεμος, βία, κέρδος και πολλές άλλες δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό τους. Μιλούσαν ελάχιστα και προσφωνούσε ο ένας τον άλλον με εκφράσεις και υποκοριστικά αγάπης και θαυμασμού. Ήταν πάντα εύθυμοι και γελαστοί, εκτός από ένα πρόσωπο, το «σιωπηλό σύννεφο», που ήταν ένας Ινδιάνος, σαράντα πάνω-κάτω χρονών, χειροδύναμος σαν βουνό, με τραχιά φωνή, καταγόμενος από τη φυλή των Τσερόκι, ο οποίος είχε πάντα μία συνοφρυωμένη και σκεπτική έκφραση, γι’ αυτό και είχε το συγκεκριμένο προσωνύμιο.
Όταν ήθελαν να επιλύσουν κάποιο πρόβλημα –γεγονός που ήταν εξαιρετικά σπάνιο, μιας και δεν είχαν–, έπαιρναν τη γνώμη των παιδιών, συγκεκριμένα του «σοφού παιδιού», που το εξέλεγαν τα άλλα και η θητεία του διαρκούσε δύο πανσελήνους. Πίστευαν ότι η γνώμη των παιδιών είναι αλάνθαστη, γιατί είναι αθώα και άδολη και την αποδέχονταν, όποια και αν ήταν αυτή.
Τη χρονική εκείνη περίοδο, το «σοφό παιδί» ήταν ο Χανς, ένα ροδαλό και όμορφο αγόρι, δέκα χρονών, αγγλοσαξονικής καταγωγής. Πριν από καιρό, μια αρκούδα κατέβηκε από το βουνό και έφαγε δύο κότες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι του χωριού και ρώτησαν τον Χανς τι θα έπρεπε να κάνουν. Το «σοφό παιδί» αποφάνθηκε ότι, αφού πεινούσε η αρκούδα, καλώς έκανε και έπρεπε να την αφήσουν ελεύθερη. Οι κάτοικοι του χωριού δέχθηκαν τη γνώμη του, δίχως δεύτερη κουβέντα και ως διά μαγείας η αρκούδα δεν ξαναεμφανίστηκε.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, δεν παρατηρήθηκε ποτέ ίχνος απάτης ή δολιότητας από κάποιον κάτοικο. Έτσι κυλούσε η ζωή τους, ήρεμη και όμορφη, ώσπου συνέβη αυτό το απροσδόκητο γεγονός που θα σας διηγηθώ παρακάτω.
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, όταν ξεμύτισαν από τις ξύλινες καλύβες οι κάτοικοι του χωριού για να πάνε στις δουλειές τους. Φυσούσε ένα δροσερό αεράκι πάνω από την κοιλάδα, σαν να τη χάιδευε απαλά και θρόιζε τα φύλλα των δέντρων. Ήταν μία ηλιόλουστη μέρα και οι άνθρωποι ήταν ευδιάθετοι και χαρούμενοι. Πήγαιναν παρέες παρέες, άλλοι στα χωράφια, λιγότεροι στα ζώα και οι περισσότεροι τράβηξαν για το ποτάμι να κολυμπήσουν και να ραχατέψουν μέχρι το απομεσήμερο.
Κάνα δυο γυναίκες άλεθαν το στάρι. Κάτω από ένα σκιερό, γέρικο πλάτανο με τεράστια κλαδιά και κούφιο κορμό, υπήρχαν δύο στρογγυλές πέτρες, η μία πάνω στην άλλη, με μία τρύπα στη μέση, που περνούσε ένας ξύλινος άξονας. Σήκωναν την πάνω πέτρα, έριχναν ανάμεσα στις δύο πλάκες το στάρι και μετά πιάνοντας τη λαβή το γύριζαν και το άλεθαν, ώσπου γινόταν αλεύρι. Κατόπιν, το έριχναν σε ένα ψιλό κόσκινο για να ξεχωρίσουν το αλεύρι από το άχυρο. Μέσα σε ξύλινες σκάφες που είχαν κατασκευάσει, ζύμωναν δεκάδες ψωμιά, ρίχνοντας νερό, αλάτι και προζύμι, που το είχαν κρατήσει από προηγούμενο ζύμωμα, για να φουσκώσει το ζυμάρι. Στο τέλος, τα έψηναν σε χτιστούς φούρνους από πέτρα και όταν τελείωναν τη δουλειά τους, πήγαιναν να βοηθήσουν τις άλλες γυναίκες στο μαγείρεμα.
Τα παιδιά –καμιά τριανταριά στο σύνολο– μαζεύτηκαν στην καλύβα της γεροντότερης γυναίκας του χωριού, απροσδιόριστης πλέον ηλικίας, με σκαμμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο και ροζιασμένα χέρια, που τους έλεγε ιστορίες αλλοτινών χρόνων. Αυτά μαγεμένα την άκουγαν με απόλυτη προσήλωση και σιωπή. Μετά πήγαιναν να παίξουν ανέμελα κι ευτυχισμένα.
Το «σιωπηλό σύννεφο» σέλωσε το άλογό του, ένα κατάμαυρο αρσενικό άλογο, με πλούσια χαίτη, πανύψηλα πόδια και ζωηρά καπούλια, τον «Κεραυνό», όπως τον αποκαλούσε γιατί κάλπαζε σαν δαίμονας. Πέρασε στη ζώνη του το τσεκούρι και έβαλε στο θηκάρι ένα κοφτερό μαχαίρι, που είχε πάντα μαζί του για τον φόβο των φιδιών. Χάιδεψε τον «Κεραυνό» δύο φορές στο μέτωπο, αυτός χλιμίντρισε δυνατά ανασηκώνοντας το τεράστιο κεφάλι του και αφού τον καβάλησε με ένα σάλτο, τράβηξε για το βουνό για να κόψει ξύλα, όπως έκανε κάθε πρωί.
Τα δύο βουνά, ισοϋψή περίπου, κείτονταν πεντακόσια μέτρα μακριά από τον καταυλισμό. Το ένα από αυτά ήταν κατάφυτο από πεύκα, καστανιές, καρυδιές, έλατα και οξιές, ενώ στους πρόποδές του από δύο πελώριους βράχους ανέβλυζε το ποτάμι που διέσχιζε την κοιλάδα. Αρκούδες, αλεπούδες, σκίουροι, ελάφια και όλων των ειδών τα πουλιά ζούσαν σε αυτό το πανέμορφο βουνό. Το δεύτερο ήταν ένας τεράστιος κοκκινωπός βράχος, χωρίς ίχνος χλωρίδας ή πανίδας, ασάλευτος και αγριωπός. Δεν φύτρωνε ούτε ένα τοσοδά δεντράκι σε αυτό το κακοτράχαλο βουνό, δεν ζούσε ούτε ένα ζώο ή ερπετό, δεν πετούσε από πάνω του ούτε ένα πουλί, λες και ήταν καταραμένο. Οι κορυφές των δύο βουνών ήταν χιονοσκέπαστες από πάγο, σκληρό σαν γρανίτη, που δεν έλιωνε ποτέ.
Το «σιωπηλό σύννεφο» είχε κόψει αρκετά ξύλα, όταν ο «Κεραυνός» άρχισε να ρουθουνίζει για αρκετή ώρα, ανασηκώνοντας το πάνω χείλος του. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Φόρτωσε τα ξύλα στη ράχη του αλόγου, τα έδεσε γερά περνώντας δύο φορές το σχοινί αριστερά και δεξιά, κάτω από την κοιλιά του και κατηφόρισε το μονοπάτι για το χωριό.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.