Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε ένα νέο φαινόμενο: ο τουρισμός. Μαζί του, θα κάνουν την παρουσία τους μεγάλα ξενοδοχεία, τα οποία στόχευαν αποκλειστικά σε μια πλούσια πελατεία. Αυτή η συγκεντρωμένη πολυτέλεια σε χώρους ανοιχτούς στο κοινό θα προσελκύσει ταχύτατα μια νέα κατηγορία κλεφτών, τους «ποντικούς» των ξενοδοχείων. Παρά την κολακευτική αυτή ονομασία τους, πρόκειται για εγκληματίες υψηλής κλάσης: αν και προέρχονται από εργατικά στρώματα, είναι μορφωμένοι, πολύγλωσσοι και με καθωσπρέπει παρουσία. Ενοικιάζουν ένα δωμάτιο, περνούν τις επόμενες νύχτες ληστεύοντας τους γείτονές τους και μετά αναχωρούν σαν να μην συνέβη τίποτα. Δεν είναι ποτέ βίαιοι, και προσπαθούν να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητοι.
Ο Ζωρζ Οστρόφσκι είναι ένας από αυτούς. Γεννημένος στην Ουκρανία, Ρώσος πολίτης, έδρασε για περίπου σαράντα χρόνια, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου ήταν γνωστός ως το «Μαύρο Φάντασμα του Κάιζερχοφ», αλλά και στην Αγγλία, την Ιταλία και κυρίως στη Γαλλία. Γνωστός στην ευρωπαϊκή αστυνομία και κάποτε καταζητούμενος από τις διαβόητες «Ταξιαρχίες του Τίγρη», παρέμεινε αξιοσημείωτα διακριτικός, σε σημείο που να μην εμφανίζεται πουθενά στην ιστορία του εγκλήματος. Ωστόσο, επηρέασε βαθιά και συνεχώς τη λαϊκή κουλτούρα του 20ού αιώνα και ήταν η ανώνυμη έμπνευση για τον Αρσέν Λουπέν και τον Φαντομά.
Για να του δώσει υπόσταση, ο Γάλλος συγγραφέας Πατρίς Λαζουά (Patrice Lajoye) εντόπισε τα αμυδρά ίχνη που άφησε πίσω του αυτός ο αληθινός χαμαιλέοντας: αστυνομικές αναφορές, εκθέσεις ανακρίσεων, επιστολές και, κυρίως, ένα εκτενές αρχείο από τον τύπο της εποχής.


