Όταν πέρασαν οι εποχές που ήμουν ικανός να κάνω οποιαδήποτε δουλειά μου άρεσε, που όλα ήταν ωραία και λαμπρά. Όταν άρχισα να μπαίνω στις σκιερές εποχές, που μείωσαν τη δυνατότητα αυτή, σκούραιναν και οι επιδόσεις μου στις δουλειές μου, μέχρι που έφτασα, αισίως, να χάσω σχεδόν ολοκληρωτικά την ικανοποίηση να κάνω αυτό που μου άρεσε. Αυτό με καταδίκασε να πηγαίνω παντού με άδεια χέρια. Ήταν όλα δύσκολα. Έπρεπε να βρω διέξοδο. Τη βρήκα στο γράψιμο. Κανείς δε μου το ζήτησε, και ποτέ δε θα μάθω αν άξιζε τον κόπο. Έστω μια τρύπια δεκάρα. Ας είναι.
Αυτά τα διηγήματα είναι, κυρίως, μια δοκιμή μεταξύ τραγικού και κωμικού, γελοίου και σοβαρού. Αναρωτιέμαι τι τάχα σημαίνει σοβαρό, πού κρύβεται και πού φανερώνεται. Πότε είναι ανώριμο και πότε έρχεται η ώρα του. Ο κανόνας, πάντως, λέει ότι τίποτα δεν είναι εκατό τοις εκατό μαύρο, και το αντίθετο. Ένα φωτάκι σίγουρα θα καραδοκεί, έτοιμο ν’ ανάψει και να θραύσει το σκοτάδι.
Να το καταργήσει. Πάντα όμως, κάπου στο βάθος ενός ξέφρενου γέλιου βόσκει μικρή έστω μάζα ενοχής, έτοιμη να σκιάσει την ευδαιμονία της ιλαρότητας.