ΜΑΙΡΗ
1
«Εσύ τι πιστεύεις;»
«Εγώ τι πιστεύω;»
Η Μαίρη έφτυσε το κουκούτσι από την ελιά που έτρωγε. Κοίταξε τον πατέρα της που ανακάτευε τις φακές του. Για λίγο της φάνηκε αστείος με την ξεφτισμένη φανέλα και την καρό βερμούδα που φορούσε. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε ξανά, σαν να την πίεζε για μια απάντηση.
«Εγώ πιστεύω πως θα πρέπει να την πάτε σε κάποιον καρδιολόγο».
Ο πατέρας της κάγχασε.
«Σε κάποιον καρδιολόγο, ε; Πού να τον βρω τον “κάποιον καρδιολόγο”; Να βγω στη γύρα να φωνάζω; Να πάω στο διπλανό χωριό να δω αν έχουν καρδιολόγους; Ή να κάνω βόλτες μέχρι τη Θεσσαλονίκη περιμένοντας μήπως μας δεχτεί το Ιπποκράτειο, πριν η μάνα σου μου μείνει στα χέρια;»
«Και τότε, ποια λύση βλέπεις;»
Η Μαίρη είχε πλέον σηκωθεί και άδειαζε το πιάτο της στα σκουπίδια. Έκανε να πάρει και του πατέρα της, αλλά εκείνος το έσφιξε και με τα δυο του χέρια.
«Εγώ λέω να κρατήσουμε τη μάνα σου εδώ, για όσο αντέξει.Τουλάχιστον να ξέρει ότι τη φροντίζουν η κόρη και ο άντρας της, και πως περνάει τις τελευταίες μέρες της μαζί μας. Θα παίρνει τα χάπια της, θα την κάνουμε μπάνιο εναλλάξ και, όποτε το επιθυμεί και η ίδια, θα τη βγάζουμε βόλτα στην πλατεία».
«Και γαμώ!» σφύριξε η Μαίρη και άνοιξε τη βρύση.
Γρήγορα, όμως, το μετάνιωσε. Ήξερε πως ο πατέρας της ήταν αγχωμένος με την κατάσταση της μητέρας της. Γνώριζε, επίσης, πολύ καλά και ότι απεχθανόταν να βρίζει μπροστά του.
«Συγγνώμη για αυτό» του είπε ήρεμα. «Ας κρατήσουμε τη μαμά σπίτι τότε».
Ο πατέρας της σηκώθηκε, πήρε το ποτήρι με το τσίπουρο και βγήκε έξω.
Η Μαίρη κοιτούσε τους ιστούς αράχνης κάτω από το τραπέζι της κουζίνας.
2
Την επόμενη μέρα, η Μαίρη σηκώθηκε νωρίς, μάζεψε τα μαλλιά της μια χαμηλή αλογοουρά και έβαλε όλα τα σχολικά βιβλία μέσα στην τσάντα της. Παρόλο που ήξερε ότι χρειαζόταν περίπου τα μισά, εκείνη επέλεγε να αυτοτιμωρείται με το να ιδρώνει τις μπλούζες της από το υπερβολικό βάρος. Πέταξε ένα μήλο μέσα και έφυγε χωρίς να πει καλημέρα στον πατέρα της, ο οποίος σιδέρωνε τα ρούχα της δουλειάς.
Στον δρόμο, η Μαίρη θυμήθηκε να κοιτάξει τα μούτρα της στην αντανάκλαση του κινητού της. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε. Πραγματικά, όμως, δεν βαριέσαι;
Την πρώτη ώρα που είχαν Αρχαία κατεύθυνσης, η Μαίρη ζωγράφιζε καμηλοπαρδάλεις πάνω στο θρανίο της. Είχε προλάβει να κάνει ήδη δύο και ξεκινούσε την τρίτη, όταν άκουσε τη φιλόλογό της: «Μαίρη, θα μας κλίνεις την υποτακτική του “λύω”;»
Παρόλο που ήξερε την απάντηση –σιγά τα αυγά τώρα–, χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να κοκκινίζει.
«Ε… Λύω, λύης, λύη…»
«Εντάξει, Μαίρη, ευχαριστούμε».
Η κυρία Καρούτσου την κοίταζε λίγο επίμονα, αλλά τελικά συνέχισε ανενόχλητη την παράδοση. Η Μαίρη επέστρεψε στις καμηλοπαρδάλεις της. Η μία ήταν πολύ ψηλή και έπιανε σχεδόν το μισό θρανίο. Είχε ανοιχτό στόμα και γελούσε, χωρίς δόντια. Η δεύτερη είχε κλειστό στόμα, αλλά φαινόταν συνοφρυωμένη. Όταν επιτέλους το κουδούνι χτύπησε, η Μαίρη έκανε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε πως η κυρία Καρούτσου ερχόταν προς το μέρος της.
«Μαίρη, μπορώ να έχω πέντε λεπτά;»
«Φυσικά».
Η Μαίρη άφησε κάτω την τσάντα της. Με αυτή την κίνηση, το βλέμμα της κυρίας Καρούτσου έπεσε στις καμηλοπαρδάλεις.
«Ωραίο το σκίτσο σου. Έχεις σκεφτεί την Καλών Τεχνών;»
«Δεν ξέρω. Δεν έχω σκεφτεί γενικά τι θέλω να κάνω, είναι η αλήθεια».
«Αν το σκέφτεσαι σοβαρά σαν ενδεχόμενο, πρέπει να ξεκινήσεις σχέδιο. Άμεσα. Είσαι σχεδόν στα μισά της Β΄ Λυκείου».
«Μάλιστα. Ναι. Θα το σκεφτώ. Αυτό θέλατε;»
«Όχι, ήθελα να ρωτήσω εάν είσαι καλά. Φαινόσουν αρκετά αφηρημένη σε όλο το μάθημα σήμερα, όπως και την Παρασκευή».
«Καλά είμαι, ναι. Θέλω να πω, ξέρετε, η μαμά...»
«Ναι, το γνωρίζω. Όποτε θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό, είμαι εδώ. Ακόμα και με τα Αρχαία δηλαδή, εγώ είμαι εδώ για εσάς».
Η Μαίρη την παρατήρησε καλά. Το κραγιόν της ήταν άψογα εφαρμοσμένο στα χείλη της και η μάσκαρα έκανε τα μάτια της να φαίνονται ακόμα πιο μεγάλα. Ήταν όμορφη, αλλά όχι με την κλασική έννοια της λέξης. Είχε τονισμένα μήλα και φαρδύ χαμόγελο.
«Μαίρη, εντάξει; Με άκουσες;»