Γαλάζιο βανάκι
Καλλιτέχνης: Chammas, Fady
Εξώφυλλο/εικαστικό: Προύσαλης, Στράτος
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-262-9
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 11/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Ενιαία τιμή έως 12/5/2027
€ 13.78 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 192 σελ.
Περιγραφή
Ο Αντόνιο, ένας συνταξιούχος δάσκαλος από τη νότια Ιταλία, έχει μετατρέψει το παλιό του βανάκι σε περιοδεύουσα βιβλιοθήκη για παιδιά. Με αυτό θα αποφασίσει να κάνει τον γύρο της Ευρώπης, παρέα με τον δεκατετράχρονο εγγονό του, Αλέσιο. Ο δρόμος ξεδιπλώνεται μαζί με τις αφηγήσεις και το ταξίδι μοιάζει άλλοτε με καλειδοσκόπιο εναλλασσόμενων εντυπώσεων κι άλλοτε με φακό που εστιάζει στην τρυφερή τους σχέση.

Στο Γαλάζιο βανάκι, η Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν μας παίρνει μαζί της σε ένα οδοιπορικό στη Γηραιά Ήπειρο, μια διαδρομή ανάμεσα στις γραμμές του χάρτη και στα ερωτήματα που γεννά η ζωή. Τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο σε αυτή την ελεύθερη περιπλάνηση. Τα σχέδια μπορούν να αλλάξουν και οι προορισμοί είναι ευμετάβλητοι. Οι πόλεις, τα χωριά, τα τοπία είναι απλώς αφορμές για να καλυφθούν οι αποστάσεις στον διάλογο για τη ζωή και στο ανώμαλο μονοπάτι προς την ενηλικίωση.

Το ταξίδι τους είχε ξεκινήσει. Το ράδιο έπαιζε ένα τραγούδι του Τζίμι Φοντάνα στη διαπασών και ο Δάσκαλος με τον εγγονό του τραγουδούσαν δυνατά τους στίχους, κάνοντας θεα τρινίστικες κινήσεις γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Οι περαστικοί οδηγοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα χαμόγελά τους στη θέα αυτού του ξεχωριστού ντουέτου, που ταξίδευε με ένα γαλάζιο Volkswagen Mini Bus προς τον ιταλικό βορρά. Έμοιαζε λες και η δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου ανήκε σε άλλη εποχή, κάπου πενήντα χρόνια πίσω. Ο Δάσκαλος, όπως τον έλεγαν στον τόπο του, πραγματοποιούσε επιτέλους το όνειρό του. Αυτό το καλοκαίρι θα έκανε τον γύρο της Ευρώπης με το παλιό του βανάκι, παρέα με τον εγγονό του, τον Αλέσιο. Ονειρευόταν αυτό το ταξίδι από τότε που ήταν και ο ίδιος δεκατεσσάρων χρονών, όμως το ανέβαλλε κάθε φορά για διαφορετικούς λόγους. Όπως ήρθαν τα πράγματα, βέβαια, ήταν ευγνώμων που μπορούσε να μοιραστεί αυτή την εμπειρία με τον εγγονό του. Ορισμένες φορές, αυτά που επιθυμούμε πολύ καθυστερούν, για να τα απολαύσουμε στην καλύτερή τους εκδοχή.

Έτσι, λοιπόν, οι δυο τους θα ταξίδευαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας, μοιράζονταν τον ίδιο παιδικό ενθουσιασμό και, από την ώρα που έφυγαν από τη μικρή τους πόλη, τραγουδούσαν δυνατά, έπαιζαν παιχνίδια, έλεγαν ανέκδοτα και μιλούσαν για το ταξίδι και όσα ανυπομονούσαν να δουν. Το γαλάζιο βανάκι του ’78 ένιωθε κι αυτό είκοσι χρόνια νεότερο και έμοιαζε έτοιμο να υποτάξει κάθε δρόμο και κάθε απόσταση.

Ο Δάσκαλος αγαπούσε πολύ το παλιό του Volkswagen. Το είχε αγοράσει όταν ο γιος του ήταν δέκα χρονών και είχε αποκτή σει πολλές αναμνήσεις με την οικογένειά του εκεί μέσα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, εξυπηρετούσε έναν άλλον σκοπό. Λίγο καιρό προτού βγει στη σύνταξη, έδωσε νέα ζωή στο βανάκι, άλλαξε τον κινητήρα του, το έβαψε και το μετέτρεψε σε παιδική βιβλιοθήκη. Ξήλωσε τα παλιά καθίσματα, έβαλε μοκέτα και έφτιαξε ράφια κάτω από τα παράθυρα, αφήνοντας χώρο στα παιδιά για να μπορούν να κάθονται, να διαλέγουν βιβλία και να διαβάζουν.

Η ιδέα αυτή είχε ωριμάσει στο μυαλό του τα τελευταία χρόνια που εργαζόταν ως δάσκαλος στις επαρχιακές πόλεις του νότου. Οι μαθητές εκεί είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε βιβλία και τα κίνητρά τους για διάβασμα ήταν εξίσου φτωχά. Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να βελτιώσει την κατάσταση. Έφτιαξε μια περιοδεύουσα δανειστική βιβλιοθήκη και ξεκίνησε να οδηγεί στα χωριά και στις επαρχιακές πόλεις, προσπαθώντας να εμπνεύσει τα παιδιά να διαβάσουν. Και σκόπευε να συνεχίσει να το κάνει για όσα χρόνια θα το επέτρεπε η υγεία του.

Τους επόμενους δύο μήνες ωστόσο είχε διαφορετικά σχέδια. Μοίρασε σχεδόν όλα τα βιβλία στα παιδιά για να απασχοληθούν στις διακοπές και έφυγε με την υπόσχεση πως, όταν επέστρεφε, θα τους διηγούνταν παραμύθια από τις χώρες που θα επισκεπτόταν. Και με ένα βανάκι που διαρκώς ελάφραινε, πέρασε από όλα τα χωριά λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, αφήνοντας πίσω του αδέξιους αποχαιρετισμούς μικρών χεριών και συγχρονισμένες φωνές που έλεγαν: «Καλό ταξίδι, Δάσκαλε!»

Κράτησε λίγα ξενόγλωσσα βιβλία για να μοιράσει στο ταξίδι, εάν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, φόρτωσε τον τετράτροχο φίλο του με όλα τα απαραίτητα κι αποχώρησε μαζί με τον Αλέσιο και ένα μεγάλο τάπερ με ζεστή χειροποίητη πίτα της γυναίκας του. Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια έπαιξε αθροιστικό ρόλο στη διάθεσή τους και λειτούργησε ως ένα είδος βρώσιμης ευχής για καλό δρόμο. Έτσι είναι, άλλωστε, όλα τα φαγητά που μας μαγειρεύει κάποιος με αγάπη, μικρές νόστιμες ευχές.

Τα τοπία έξω από τα παράθυρα κυλούσαν σαν φιλμ σε μπομπίνα θερινού κινηματογράφου, ενώ το φως του ήλιου, που κάθε τόσο ξεγλιστρούσε στο διάβα τους, έκανε τις αποστάσεις να μοιάζουν μικρότερες. Παρόλο που είχαν ήδη διανύσει μεγάλο μέρος της χώρας από το πρωί, η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβουν.

Το πρώτο βράδυ θα διανυκτέρευαν σε ένα κάμπινγκ της τοσκανικής υπαίθρου και μετά θα ταξίδευαν προς Γένοβα, για να συνεχίσουν την πορεία τους μέχρι τα σύνορα της Γαλλίας. Θα τους έπαιρνε δυο μέρες να φτάσουν εκεί, ίσως και τρεις. Άλλωστε ο χρόνος ήταν στη διάθεσή τους και ο δρόμος μπορούσε να πάρει όποια κατεύθυνση επιθυμούσαν.

Λίγο προτού περάσουν από τα περίχωρα της Ρώμης, σταμάτησαν σε ένα κατάστημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο για να πάρουν προμήθειες. Μόλις κατέβηκαν από το βανάκι, είδαν ένα αγόρι να διασχίζει τον χώρο στάθμευσης τρέχοντας και φωνάζοντας «Αλέσιο! Αλέσιο!» Ο Αλέσιο γύρισε έκπληκτος και αναγνώρισε τον φίλο του, που ερχόταν λαχανιασμένος προς το μέρος τους.

«Έι, Ντάριο!» φώναξε ενθουσιασμένος και τον αγκάλιασε. «Πώς έγινε αυτό; Αύριο δεν θα φεύγατε για Ρώμη;»

«Όχι, σήμερα! Αύριο θα έρθει η αδερφή μου με το τρένο. Τι κάνετε, Δάσκαλε; Μόλις είδα το βαν, κατάλαβα αμέσως ότι είστε εσείς» είπε γυρνώντας προς το μέρος του.

«Δεν μπορείς να το μπερδέψεις με κανένα άλλο! Ο πατέρας σου; Είναι μέσα;» ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Να τος, έρχεται!» είπε ο Ντάριο δείχνοντας την είσοδο του καταστήματος.

Ο πατέρας του Ντάριο χαιρέτησε εγκάρδια τον Δάσκαλο και πρότεινε να πιουν έναν εσπρέσο, πριν πάρει ο καθένας τον δρόμο του. Τα παιδιά δεν έκρυψαν τη χαρά τους που θα περνούσαν ακόμα λίγο χρόνο μαζί. Έτσι, λοιπόν, μίλησαν όλοι για τα σχέδιά τους, για το τελευταίο έτος του γυμνασίου που θα πήγαιναν τα παιδιά από Σεπτέμβρη και την επιστροφή της βιβλιοθήκης του Δασκάλου στα χωριά το φθινόπωρο.

Η σύντομη αυτή συνάντηση ξεκούρασε τους ταξιδιώτες και τους έδωσε ενέργεια για το υπόλοιπο της ημέρας. Ύστερα από λίγο, ο Δάσκαλος και ο Αλέσιο αποχαιρέτησαν τους φίλους τους, έκαναν τα ψώνια τους και συνέχισαν το ταξίδι, για να φτάσουν στο κάμπινγκ πριν νυχτώσει.

«Χάρηκες πολύ που είδες τον Ντάριο, ε;» ρώτησε αργότερα ο Δάσκαλος.

«Εννοείται! Δεν θα περίμενα ποτέ να συναντηθούμε εδώ!»

«Πράγματι!» είπε ο Δάσκαλος. «Πάντως να ξέρεις πως οι πιο ωραίες αναμνήσεις ενός ταξιδιού φτιάχνονται από εμπειρίες που δεν περιμένουμε να ζήσουμε. Η συνάντηση αυτή θα σου θυμίζει ότι η επιστροφή είναι γλυκιά, όσο συναρπαστικό κι αν είναι το ταξίδι. Γιατί θα γυρίσεις σε όλα τα πρόσωπα που αγαπάς!»

Ο Αλέσιο χαμογέλασε, αλλά δεν είπε τίποτα. Καταλάβαινε πολύ καλά τι εννοούσε ο παππούς του. Ο Δάσκαλος τον κοίταξε με τρυφερότητα, βολεύτηκε καλύτερα στη θέση του οδηγού και δυνάμωσε το ράδιο. Η φωνή του Τότο Κουτούνιο κάλυψε τη φασαρία του αυτοκινητόδρομου και οι δυο τους τον συνόδεψαν μέχρι να κουραστούν.   


Add: 2025-11-12 13:43:47 - Upd: 2025-12-11 15:43:24